- ζαξ
- ζάξ, -κός, ἡ (Μ)γωνιά («ὁ δὲ Βαδούριος ἰδὼν τὸν βασιλέα ἔφυγεν ἀπὸ ζακὸς εἰς ζάκα», Θεοφάν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ζαξ, Χανς — (Ηans Sachs, Νυρεμβέργη 1494 – 1576). Γερμανός ποιητής. Με προτροπή του πατέρα του, ο οποίος ήταν ράφτης, ακολούθησε το επάγγελμα του υποδηματοποιού. Μελέτησε λατινικά και έζησε μέσα στην ατμόσφαιρα του γερμανικού ουμανισμού, σε μια κοινωνία… … Dictionary of Greek
Ζαξ, Νέλι — (Nelly Sachs, Βερολίνο 1891 – Στοκχόλμη 1970). Ισραηλίτισσα ποιήτρια και πεζογράφος. Το 1940, προκειμένου να αποφύγει τον περιορισμό της σε χιτλερικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, κατέφυγε στη Σουηδία, εγκαταστάθηκε στη Στοκχόλμη και απέκτησε σουηδική … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
σάτιρα — Λογοτεχνικό είδος που έχει σκοπό να υπογραμμίσει και να καυτηριάσει, με στοιχεία κυρίως κωμικά και παραμορφωτικά αλλά συχνά και τραγικά τα ανθρώπινα ελαττώματα και ατέλειες και επομένως να διορθώσει τα ήθη. Είναι δύσκολο να αναπλάσουμε την… … Dictionary of Greek
Άγκνον, Σαμουήλ Ιωσήφ — (Μπούκρατς Γαλικίας 1888 – Ιερουσαλήμ 1970). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ισραηλινού συγγραφέα Σαμουήλ Ιωσήφ Κζάκζες. Άρχισε να γράφει αρκετά νέος διηγήματα και ποιήματα στη γίντις, στην Ιερουσαλήμ. Το 1912 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Μάιστερζανγκ ή Μάιστεργκεζανγκ — (Meistersang ή Meistergesang). Ποιητική και μουσική μορφή τέχνης που διαδέχτηκε στη Γερμανία το Μίνεζανγκ (Minnesang) και, αντίθετα με αυτό, καλλιεργήθηκε σχεδόν αποκλειστικά από επαγγελματίες αστούς. Χαρακτηριζόμενο από την προβολή του… … Dictionary of Greek
Τανχόιζερ — (Tannhäuser, περίπου 1200 – περίπου 1270). Γερμανός ποιητής από οικογένεια ευγενών, πιθανότατα βαυαρική. Ίσως πήρε μέρος στη Σταυροφορία που οργάνωσε ο Φρειδερίκος Β’· έζησε αρκετό καιρό στη Βιέννη, στην αυλή του Φρειδερίκου του Πολεμοχαρή. Τα… … Dictionary of Greek